του Γιώργου Ζαβάκου
Ο επισιτισμός της Ελλάδος αποτελούσε ανέκαθεν ένα από τα σημαντικότερα προβλήματά της. Η φύση του ελληνικού εδάφους και οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούσαν την παραγωγή βιομηχανικών γεωργικών προϊόντων ή γεωργικών προϊόντων πολυτελούς επισιτισμού τα οποία ήταν και είναι εξαιρετικά ευπρόσβλητα στην περίπτωση διεθνών κρίσεων. Αυτά ανταλλάσσονταν με τρόφιμα πρώτης ανάγκης και ο όγκος των ανταλλαγών αυτών κατείχε σημαντική θέση στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Η Ελλάδα εξήγε καπνό, σταφίδα, κρασί, λάδι, σύκα, κ.ά. και εισήγε σιτηρά, κρέας και άλλα ζωοκομικά προϊόντα, ζάχαρη, ρύζι κ.ά. Πριν από τον πόλεμο η Ελλάδα δεν είχε αυτάρκεια σε τρόφιμα και επομένως, για να διατηρηθεί το επίπεδο διατροφής του λαού, ήταν απαραίτητος ο συμπληρωματικός εφοδιασμός της από το εξωτερικό. Η Ελλάδα τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια έχει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά και να ξεπεράσει τις οικονομικές επιπτώσεις και να αφομοιώσει το ενάμισι περίπου εκατομμύριο προσφύγων που έρχονται στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία. Οι προπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις λαμβάνουν δραστήρια μέτρα και προχωρούν σε μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της γεωργικής παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, και η αυξανόμενη παραγωγή δεν ήταν αρκετή για να θρέψει ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό και να εξασφαλίζει την αυτάρκεια της χώρας σε τρόφιμα και οι εισαγωγές αγαθών εξακολουθούν να είναι αναγκαίες. Ο ελληνικός αγροτικός πληθυσμός ζει με μεγάλη λιτότητα έχοντας ως κύριο διατροφικό μέσο το ψωμί. Η κατανάλωση κρέατος, γάλακτος και ψαριών καθώς και των προϊόντων πολυτελείας (τσάι, καφές, κακάο κ.ά.) είναι εξαιρετικά χαμηλή. Καθώς πλησιάζει η έκρηξη του πολέμου η κατάσταση επιδεινώνεται. Οι τοπικές επιστρατεύσεις, οι στρατιωτικές προπαρασκευές και η εκτέλεση αμυντικών έργων απορροφούν ολοένα και περισσότερα αποθεματικά ποσά. Ταυτόχρονα ο κίνδυνος της σύρραξης προξένησε δικαιολογημένο πανικό στον λαό με αποτέλεσμα την πρωτοφανή αγοραστική κίνηση σε ολόκληρη τη χώρα που εξαφάνισε κάθε διαθέσιμο απόθεμα αγαθών. Η έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939 προκάλεσε εξάλλου δυσχέρειες στο εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδος αλλά και στην υπερπόντια ελληνική ναυτιλία, που επέφερε αναπόφευκτες συνέπειες στον απαραίτητο εφοδιασμό από το εξωτερικό και κατ’ επέκταση στον εντοπισμό του ελληνικού πληθυσμού. Με την κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς η Ελλάδα μετατρέπεται σε θέατρο επιχειρήσεων. Ο στρατός, που έχει προτεραιότητα στη διατροφή, απορροφά μεγάλο μέρος από τα αποθέματα τροφίμων και έτσι λιγοστεύουν συνεχώς οι ποσότητες που απομένουν για τον αστικό πληθυσμό. Κάθε διαθέσιμο συνάλλαγμα φυλάσσεται για την αγορά πολεμοφοδίων. Η επιστράτευση στερεί τη γεωργία από τα απαραίτητα εργατικά χέρια, ενω η επίταξη των μεταφορικών μέσων και των υποζυγίων αποδυναμώνει και δυσχεραίνει καταστροφικά την παραγωγή. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η παρατεταμένη ξηρασία που οδηγεί σε μεγάλη μείωση της φθινοπωρινής σποράς (μόνο το 1/10 της κανονικής) αλλά και η έλλειψη σπόρων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και καυσίμων εξαιτίας του πολέμου. Το 1941 η σοδειά έχει πέσει στο μισό τόσο εξαιτίας του πολέμου αλλά και εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών. Το εθνικό εισόδημα, που φτάνει το 1939 τα 62,8 δισεκατομμύρια δραχμές, πέφτει το 1941 στα 23. Οι εισαγωγές παύουν εντελώς, ενώ πολλά εργοστάσια κλείνουν εξαιτίας της έλλειψης πρώτων υλών και καυσίμων. Η ναυτιλία, που αποτελούσε ζωτικό πόρο για τη χώρα, παραλύει, όπως και η αλιεία που απαγορεύεται για στρατιωτικούς λόγους. Οι μεταφορές, σιδηροδρομικές και οδικές, περιορίζονται στο ελάχιστο. Με τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο η χώρα υπέστη ολέθριο πλήγμα στην οικονομική υποδομή της που θα τη σημάδευε και θα την έφερνε πολλά χρόνια πίσω. Για να μπορέσει να ανακάμψει, θα χρειάζονταν πολλά χρόνια, ακόμη κι αν μετά τον πόλεμο ακολουθούσε ειρηνική περίοδος ανοικοδόμησης. Το γεγονός ότι μετά τη σύρραξη ακολουθεί σκληρή και εξαντλητική Κατοχή, τόσο από πλευράς υλικών όσο και ανθρώπινων πόρων, αποδεικνύει το μέγεθος της καταστροφής, αλλά και την απελπιστική κατάσταση στην οποία θα περιέλθει το ελληνικό στοιχείο.
Κατοχική πολιτική και λεηλασία
Τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Ελλάδα και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της. Συγχρόνως, οι Βούλγαροι, με την άδεια των Γερμανών, καλύπτουν σχεδόν ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Η χώρα διαιρείται σε τρεις ζώνες κατοχής: τη γερμανική (Θεσσαλονίκη, Λήμνος, Λέσβος, Χίος, το μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης, Μήλος, Αίγινα, Σαλαμίνα, το αεροδρόμιο Τατοΐου και Ελληνικού, Κηφισιά, Χαλάνδρι, Εκάλη, Ελευσίνα, λιμάνι του Πειραιά και σιδηρόδρομος Αθήνας-Θεσσαλονίκης), την ιταλική (Πελοπόννησος, Ήπειρος, Θεσσαλία, Κυκλάδες, Σποράδες, Σάμος, Ιόνια νησιά και ανατολική πλευρά της Κρήτης) και τη βουλγαρική.Η βουλγαρική περίπτωση εμπεριέχει ένα παράδοξο. Η Βουλγαρία κατέλαβε επαρχίες ενός κράτους προς το οποίο δεν είχε κηρύξει τον πόλεμο, ούτε ήρθε σε εχθροπραξίες μαζί του, ούτε απηύθυνε οποιαδήποτε προειδοποίηση ή τελεσίγραφο διατυπώνοντας κάποια αξίωση.
Σιωπηρά, ακολουθώντας τα γερμανικά στρατεύματα, ο βουλγαρικός στρατός, με πλήθος διοικητικών αρχών, εγκαταστάθηκε μέχρι τον ποταμό Στρυμόνα. Επίσης και η επίσημη ελληνική κυβέρνηση, στην Αθήνα αρχικά, στο εξωτερικό έπειτα, τηρούσε τυπική σιωπή απέναντι στη βουλγαρική εισβολή επί δυόμισι μήνες περίπου και μόνο στις αρχές Ιουλίου θα κηρύξει τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας.
Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η βουλγαρική κατοχή του τμήματος αυτού της χώρας, η τρίτη και σκληρότερη στα τελευταία τριάντα χρόνια, υπήρξε πολύ βίαιη και συνοδευόταν από την καταστροφική οικονομική απομύζηση αλλά και συστηματικές ενέργειες εκβουλγαρισμού του ελληνικού στοιχείου. Στο πλαίσιο των ενεργειών αυτών εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας δεκάδες χιλιάδες Βούλγαροι έποικοι οι οποίοι, όπως και ο υπόλοιπος βουλγαρικός στρατός, λυμαίνονταν τις ελληνικές περιουσίες. Χαρακτηριστικό της εκμετάλλευσης αποτελεί το γεγονός ότι οι Έλληνες χωρικοί καλλιεργούσαν τα χωράφια τους τα οποία είχαν παραχωρηθεί στους Βουλγάρους και έτσι ήταν αναγκασμένοι να πληρώνουν δυσβάσταχτους φόρους και για τις περιουσίες τους και για το εισόδημά τους. Επίσης, δεν υπήρχε καμία μέριμνα από τις βουλγαρικές αρχές οι οποίες δεν έδειχναν το παραμικρό ενδιαφέρον για την τύχη του ελληνικού πληθυσμού.
Συνέπεια όλων αυτών ήταν η εμφάνιση φοβερής πείνας που αποδεκάτιζε τον πληθυσμό. Δικαίωμα στην παραγωγή είχαν μόνο οι Βούλγαροι, ενώ όσες φορές μερικοί Έλληνες αποκτούσαν προμήθειες πέραν του καθορισμένου τιμωρούνταν με φυλάκιση ή ακόμη και με θάνατο. Οι λόγοι αυτοί ανάγκασαν χιλιάδες κατοίκους της περιοχής να καταφύγουν στη γερμανική ζώνη της Θεσσαλονίκης. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής έφτασαν εκεί πάνω από 25.000 με την προσδοκία ότι θα αντιμετωπίσουν καλύτερη μεταχείριση. Όσοι δεν τα κατάφερναν συλλαμβάνονταν και φονεύονταν από τις αρχές.
Στην υπόλοιπη Ελλάδα υπήρχε ουσιαστικά γερμανική διοίκηση αφού η ιταλική υπάκουε στις εντολές των Γερμανών. Και οι δύο κατακτητές πάντως φέρθηκαν στους Έλληνες με την ίδια και μεγαλύτερη σκληρότητα από αυτήν των Βουλγάρων, αν και οι Ιταλοί πολλές φορές υπήρξαν πιο ανεκτικοί. Χαρακτηριστικό, πάντως, και των τριων ήταν η αλόγιστη και χωρίς όρια εκμετάλλευση του ελληνικού πλούτου και η αδιαφορία για την απογύμνωση και την καταστροφή της ελληνικής οικονομίας. Στις υπόλοιπες κατακτημένες ή ουδέτερες χώρες οι Γερμανοί ακολούθησαν την πολιτική της «λογικής εκμετάλλευσης» των πλουτοπαραγωγικών πηγών, επειδή συνήθως αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, στη Δανία και στη Νορβηγία οι γερμανικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν το υπάρχον οικονομικό παραγωγικό δυναμικό καθώς και τον νομισματικό μηχανισμό και προέβαιναν σε ενέργειες για τη διατήρηση του πληθωρισμού. Όταν η τεχνική αυτή δεν απέδιδε παρά μόνο ασήμαντα ή δευτερεύοντα αποτελέσματα, τότε το Ράιχ κατέφευγε στην αρπαγή και στη λεηλασία. Παράδειγμα τέτοιων χωρών αποτελούν η Ελλάδα και η Ουκρανία.
Οι Γερμανοί είχαν δύο κύρια οικονομικά ενδιαφέροντα στην Ελλάδα: τις προμήθειες αγαθών και τα μεταλλεύματα. Υπήρχε μόνο ένα σημαντικό εργοστάσιο παραγωγής πυρομαχικών (Μποδοσάκη), αλλά αφού τα υλικά έπρεπε να εισαχθούν από τη Γερμανία, οι μηχανές του αποσυναρμολογήθηκαν και στάλθηκαν εκεί, ενώ τα κτίρια μετατράπηκαν σε χώρο επισκευών της Λουφτβάφε. Παρόμοια τύχη είχε και η υπόλοιπη ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με τα κείμενα των σχεδίων της Χάγης του 1899 και των Βρυξελλών, αλλά και τον κανονισμό της Χάγης του 1907, όταν ένας στρατός καταλαμβάνει μια ξένη χώρα οφείλει να εξασφαλίσει τη συντήρησή του με τρόφιμα της πατρίδας του και να συμπληρώνει τις προμήθειές του, όταν αυτό χρειαστεί, από τους πόρους της κατεχόμενης χώρας υπό τον όρο να μην διαταράσσει δραματικά τη διατροφή του πληθυσμού. Οι δυνάμεις του Άξονα όχι μόνο δεν τήρησαν αυτό τον κανόνα, αλλά και ενήργησαν με τέτοιο τρόπο που έκαναν αδύνατη τη διατροφή των Ελλήνων με τα προϊόντα της χώρας τους.
Μεταξύ της 1ης Μαΐου του 1941 και 15ης Οκτωβρίου του 1942 το Ράιχ αφαίρεσε κάθε χρήσιμο παραγωγικό εργαλείο και δεν έδωσε τίποτα, ή πολύ λίγα, σε ανταπόδοση καθιστώντας έτσι αδύνατη την ανάκαμψη της οικονομίας. Ολόκληρη η σοδειά κατασχέθηκε ως λεία πολέμου ή αγοράστηκε σε πολύ χαμηλές τιμές και μεταφέρθηκε στη Γερμανία. Όλα τα πολύτιμα για τις εξαγωγές αποθέματα σε λάδι, σταφίδα, καπνό, σύκα και ελιές κατασχέθηκαν με σκοπό πολλά από αυτά να θρέψουν τον γερμανικό στρατό της Βόρειας Αφρικής. Ακόμη και ελληνικό νερό στάλθηκε σ’ αυτή την περιοχή. Μέχρι και εργοστάσια τροφίμων ίδρυσαν οι Γερμανοί, για να κονσερβοποιούν τα ελληνικά προϊόντα και να τα στέλνουν στην πατρίδα τους. Όσον αφορά τις επιτάξεις, χαρακτήριζαν την ύπαρξη και των ελάχιστων ιδιωτικών αποθεμάτων ως λαθρεμπόριο πολέμου και έτσι όλοι έσπευδαν τρομοκρατημένοι να παραδώσουν ό,τι είχαν στην κατοχή τους ακόμη και φάρμακα. Συχνά επιβάλλονταν ομαδικές ποινές των κατοίκων σε τρόφιμα, ενώ πολλές ήταν και οι επιτάξεις ζώων. Περίπου στο ίδιο διάστημα μεταφέρθηκαν στη Γερμανία αγαθά αξίας 45.700.000 μάρκων, ενώ μέχρι το τέλος του ίδιου χρόνου έφτασαν τα 150.000.000. Όλες οι αγορές έγιναν σε τιμές Κατοχής σε αναλογία 1 μάρκο προς 50 δραχμές. Στον τομέα της βιομηχανίας η υφαντουργία, που απασχολούσε χιλιάδες εργαζομένους, υπολειτουργούσε δημιουργώντας έτσι πάρα πολλούς ανέργους, ενώ η εμπορική ναυτιλία, που προσπόριζε σημαντικά έσοδα στη χώρα έπαψε να το πράττει, και ο πόλεμος σταμάτησε τα πολύτιμα εμβάσματα των Ελλήνων από το εξωτερικό.
Το γερμανικό οικονομικό επιτελείο έβλεπε τα ελληνικά μεταλλεύματα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Υλικά όπως το χρώμιο, ο βωξίτης, το μαγγάνιο, ο μόλυβδος και το νικέλιο ήταν ζωτικής σημασίας για τα κράματα των πυρομαχικών και οι Γερμανοί ήλπιζαν ότι με τα μεταλλεύματα αυτά θα κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος των αναγκών τους στον τομέα αυτό. Έτσι εξηγείται εξάλλου και η ενέργεια του Ράιχ να καταλάβει την πλούσια σε χρώμιο περιοχή της Θεσσαλονίκης, ενώ η υπόλοιπη Μακεδονία ήταν στα χέρια των Βουλγάρων. Πάντως, τα γερμανικά σχέδια στον τομέα αυτόν δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, αφού η προσδοκώμενη παραγωγή δεν επιτεύχθηκε ποτέ και διότι πολλές ήταν οι διολιοφθορές και οι ανατινάξεις των ορυχείων από μέλη της Εθνικής Αντίστασης.
Εκτός των άλλων, οι Έλληνες ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν το κόστος κατοχής, δηλαδή την κάλυψη όλων των αναγκών των κατακτητών με το ελληνικό προϊόν. Ο πόλεμος του 1940-1941 είχε ήδη δημιουργήσει ένα τεράστιο έλλειμμα της τάξεως των 4.563.000.000 δραχμών το 1940 και 7.516.000.000 δραχμών το 1941. Αυτή τη χρονιά το κόστος κατοχής είναι τετραπλάσιο από τα προβλεπόμενα έσοδα. Η πολιτική της κακοδιαχείρισης που είδαμε πριν επέσπευσε την επιδείνωση της οικονομίας η οποία δεν μπορεί να επωφεληθεί από τους φόρους και τα εισοδήματα που εισπράττονταν προπολεμικά. Το 1941 το κόστος κατοχής φτάνει το 40% του εθνικού εισοδήματος, ενώ τον επόμενο χρόνο το 90%. Η διαδικασία αυτή συνετέλεσε στην ανοδική πορεία του πληθωρισμού που έφτασε σε απίθανα ύψη ως την Απελευθέρωση. Με την άνοδο του κόστους κατοχής η κυβέρνηση αναγκαζόταν να αυξήσει τις τιμές καθώς η κίνηση της δραχμής αυξανόταν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, νέα άνοδο του κόστους κατοχής και έτσι συνεχιζόταν ο φαύλος κύκλος.
Ο πληθωρισμός δεν ήταν μόνο συνέπεια των συνθηκών αυτών. Ήταν συνάμα και το αποτέλεσμα εσκεμμένων ενεργειών των κατακτητών, που σκόπευαν σε τρεις βασικούς στόχους. Πρώτον, με τον πληθωρισμό είχαν την ευχέρεια να αποκτούν ό,τι χρειάζονταν πληρώνοντας σε νόμισμα χωρίς εσωτερική αξία. Δεύτερον, υποχρέωναν τον ελληνικό λαό, με τις άθλιες συνθήκες που δημιουργούσαν, να πουλήσει τα σπίτια του, τα κοσμήματά του και γενικά τα υπάρχοντά του και να στραφεί προς τον κατακτητή ζητώντας δουλειά στα εργοστάσια της Γερμανίας (τον Σεπτέμβριο του 1944 οι Έλληνες καταναγκαστικοί εργάτες στο «έδαφος του Ράιχ» φτάνουν τις 16.000). Τρίτον, με την πείνα και την εξαθλίωση προσπαθούσαν οι κατακτητές να αποδυναμώσουν την αντιστασιακή δράση.
Για τη διευκόλυνση των αγορών τους, οι δυνάμεις του Άξονα εξέδωσαν δικό τους νόμισμα τους πρώτους μήνες της Κατοχής. Οι Γερμανοί τα μάρκα κατοχής, οι Ιταλοί τη μεσογειακή δραχμή (στα νησιά του Ιονίου την ιονική δραχμή) και οι Βούλγαροι το επίσημο βουλγαρικό νόμισμα, το λέβα. Τα νέα νομίσματα δεν έφεραν καμία υπογραφή παρά μόνο τα στοιχεία της σειράς και τον αύξοντα αριθμό και δεν είχαν αξία εκτός Ελλάδος. Αφού τα χρησιμοποίησε για την αγορά μεγάλης ποσότητας αγαθών το Ράιχ τα αποσύρει τον Αύγουστο του 1941 και τα αντικαθιστά με ισοτιμία 60 προς 1 για το μάρκο και 1 προς 1 για τη μεσογειακή δραχμή. Ακόμη όμως και έτσι η Τράπεζα της Ελλάδος εξακολούθησε να τυπώνει ελληνικές δραχμές χωρίς αντίκρισμα, αφού τα αποθέματα χρυσού είχαν φυγαδευθεί, και τα έδινε στους κατακτητές είτε με τη μορφή αποζημίωσης είτε δανεισμού! Με τις ογκώδεις δεσμίδες δραχμών που έπαιρναν Γερμανοί και Ιταλοί, αγόραζαν σε χαμηλές τιμές τα προϊόντα της χώρας στους τόπους παραγωγής τους. Οι 763.000 χρυσές λίρες και τα 11.265 χρυσά φράγκα που διοχετεύθηκαν από την Τράπεζα του Ράιχ με ενέργειες του οικονομικού πληρεξουσίου Νόυμπαχερ δεν ήταν αρκετά για να αποτρέψουν το οικονομικό χάος.
Τον Ιούλιο του 1941 η ποσότητα των δραχμών σε κυκλοφορία έφτασε τα 24 δισεκατομμύρια δραχμές, τον Δεκέμβριο τα 49 δις, ένα χρόνο μετά τα 306 δις, τον Ιούνιο του 1943 τα 550 και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους τα 3,1 τρισεκατομμύρια. Τους τελευταίους μήνες της Κατοχής οι γερμανικές απαιτήσεις ανέρχονταν σε 50 δισεκατομμύρια ημερησίως, ενώ η κυβέρνηση τύπωνε περίπου 500 δις σε ημερήσια βάση. Μετά το τέλος του πολέμου η νομισματική κυκλοφορία έχει φτάσει στο ασύλληπτο ποσό των 7.305.500.000.000.000 δραχμών σε αντίθεση με τα 11 δισεκατομμύρια του 1940. Την περίοδο αυτή το μικρότερο τραπεζογραμμάτιο που κυκλοφορούσε ήταν αξίας 100 δισεκατομμυρίων δραχμών (είχε αγοραστική δύναμη μικρότερη της μιας προπολεμικής δραχμής ή σε είδος, την αξία ενός αβγού), ενώ το κόστος μιας εφημερίδας έφτανε τα 500 δισεκατομμύρια δραχμές. Μία οκά ψωμί, που το 1941 στοίχιζε 10 δραχμές, έφτασε τον Σεπτέμβριο του 1944 να πωλείται 153 εκατομμύρια. Αυτό σημαίνει ότι τα είδη πρώτης ανάγκης ανέβηκαν 50.000 φορές ενώ οι μισθοί μόνο 2.000 φορές. Οι μισθοί (που μόλις επαρκούσαν για τρεις οκάδες λάδι ή έξι οκάδες ψωμί) ορίζονταν από επιτροπή, για να ανταποκρίνονται κατά το δυνατόν στις συνεχείς αυξήσεις των ειδών διατροφής. Το κόστος ζωής, με βάση το έτος 1940, διπλασιάσθηκε το πρώτο εξάμηνο της Κατοχής. Τον Οκτώβριο του 1943 ήταν 335 φορές μεγαλύτερο του προπολεμικού, τον Δεκέμβριο του 1943 828, και τον τελευταίο μήνα της Κατοχής, τον Οκτώβριο του 1944, είχε φτάσει σε ιλιγγιώδη επίπεδα. Η χρυσή λίρα, που έμενε στην αναλογία με τη δραχμή στο 1 προς 375 πριν τον πόλεμο, έφτασε στο 1 προς 600.000 για μεγάλο διάστημα του πολέμου. Έχει υπολογισθεί ότι εξαιτίας του πληθωρισμού η συνολική ζημιά που υπέστη η χώρα ως την 1η Οκτωβρίου του 1944 έφτανε τις 27.452.262 χρυσές λίρες. Στις 10 Νοεμβρίου τέθηκε σε κυκλοφορία η νέα δραχμή. Η σχέση της με την παλαιά ορίσθηκε: 1 νέα δραχμή=50 δισεκατομμύρια παλαιές δραχμές και η σχέση της με την αγγλική χάρτινη λίρα ήταν 600 νέες δραχμές.
Με τη στροφή του πολέμου προκύπτει μια αλλαγή της λειτουργίας της Ελλάδος στην όλη ναζιστική στρατηγική. Λόγω της γρήγορης προέλασης των βρετανικών μονάδων μετά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν (από τις 23 Οκτωβρίου 1942), η Ελλάδα δεν είναι πια διαμετακομιστική χώρα για τα γερμανοϊταλικά στρατεύματα Βόρειας Αφρικής, αφού αναμένεται Συμμαχική επίθεση κατά της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Έτσι η χώρα από βάση εφοδιασμού και εξόρμησης γίνεται οχυρό που πρέπει να προστατεύσει το πολιτικά και πολεμοοικονομικά σημαντικό νοτιοανατολικό τμήμα της ναζιστικής αυτοκρατορίας από επιθέσεις προς Νότον. Επίσης, μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών και την αποχώρηση της 11ης Ιταλικής Στρατιάς, δυνάμεως 25.000 ανδρών, το ναζιστικό καθεστώς επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα πλην της βουλγαρικής ζώνης. Όλα αυτά ενέτειναν την τρομοκρατία και κλιμάκωσαν την κατοχική εκμετάλλευση.
Αυτή η εξαντλητική οικονομική πολιτική των Γερμανών αποσκοπούσε στην εξασφάλιση προμηθειών για τις δυνάμεις Κατοχής, στην αποστολή πρώτων υλών και εργατικού δυναμικού στη Γερμανία αλλά και στη διείσδυση και κυριαρχία του γερμανικού κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία. Η γερμανική πολιτική απέβλεπε γενικότερα στην εφαρμογή ενός σχεδίου περιορισμένης εκβιομηχάνισης των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, με την ίδρυση εργοστασίων προσανατολισμένων στην ελαφρά βιομηχανία. Οι μονάδες αυτές θα λειτουργούσαν συμπληρωματικά ως προς τη βαριά γερμανική βιομηχανία και θα βοηθούσαν στην αποδιάρθρωση των παλαιών οικονομικών δομών στις χώρες αυτές και στην αποδέσμευση πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού που θα μπορούσε να απορροφηθεί από τη γερμανική βιομηχανία.
Εμφάνιση της πείνας – Αιτίες
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι πρώτες ελλείψεις έχουν αρχίσει να εμφανίζονται πριν ακόμη την έλευση του κατακτητή. Μετά την αρχή της Κατοχής η πείνα κάνει αισθητή την παρουσία της, χωρίς να φτάσει όμως ακόμη στο σημείο που θα βρεθεί αργότερα. Στις αρχές φθινοπώρου του 1941 ήδη τα εισοδήματα, οι μισθοί και οι συντάξεις έχουν σχεδόν εκμηδενισθεί. Τα περισσότερα λαϊκά συσσίτια που ιδρύονται το καλοκαίρι διακόπτουν τη λειτουργία τους γιατί δεν διαθέτουν τα μέσα και δεν βρίσκουν τρόφιμα.
Επιπλέον η διαίρεση της χώρας σε τρεις ζώνες κατοχής κάνει πολύ πολύπλοκη τη διανομή τροφίμων. Εξάλλου, αν και η βουλγαρική ζώνη περιελάμβανε μόνο το 11% του πληθυσμού και το 15% του εδάφους, διέθετε ωστόσο το 40% της παραγωγής σιταριού, το 60% της παραγωγής σίκαλης και αβγών, το 50% των οσπρίων και το 80% του βουτύρου, προϊόντα που πρωταγωνιστούσαν στην ελληνική διατροφή. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής η Βουλγαρία δεν αποδέχθηκε να παραχωρήσει κανένα από αυτά τα αγαθά στις υπόλοιπες ζώνες, οι οποίες εξάλλου περιελάμβαναν και τα μεγάλα αστικά κέντρα. Των τελευταίων μάλιστα ο αριθμός είχε αυξηθεί δραματικά μετά την αποχώρηση των στρατιωτών από τις εμπόλεμες ζώνες και τη μεταφορά τους εκεί, όπου περίμεναν ότι το ελληνικό κράτος θα τους μετέφερε στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Η κυβέρνηση από την άλλη δεν κατορθώνει να συγκεντρώσει το σιτάρι και τα άλλα γεωργικά προϊόντα από τη γερμανοϊταλική αγροτική ζώνη αφού οι χωρικοί κρύβουν τη σοδειά τους. Πολλοί, ιδιαίτερα οι εύποροι αγρότες, διατηρούν κρυφές αποθήκες, για να ανεβάζουν τις τιμές, ενώ αρκετές οικογένειες έχουν στη διάθεσή τους προμήθειες μέχρι την επόμενη σοδειά. Συχνά μάλιστα γίνονται εκκλήσεις από διάφορες αντιστασιακές ομάδες που προτρέπουν τους παραγωγούς να μην παραδώσουν στις αρχές τα γεωργικά προϊόντα, ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να σταλούν αυτά στη Γερμανία. Ουσιαστικά δηλαδή, στην ελληνική υπηρεσία εφοδιασμού φτάνει μόνο το 4% της ήδη μειωμένης σοδειάς σιταριού και μόνο το 2% των υπολοίπων δημητριακών.Η επίθεση του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση ματαίωσε κάθε πιθανότητα εφοδιασμού με σιτάρι από την περιοχή αυτή. Εξάλλου το αρχηγείο του Ράιχ διεμήνυε ότι, αφού άλλες χώρες όπως το Βέλγιο, η Νορβηγία και η Ολλανδία ήταν περισσότερο σημαντικές από την Ελλάδα, θα έρχονταν πρώτες στις αποστολές τροφίμων και έτσι η χώρα μας δεν είχε να περιμένει και να ελπίζει βοήθεια από τη Γερμανία.
Εκτός των άλλων, ένας καθοριστικός παράγοντας στο ζήτημα της πείνας ήταν ο αποκλεισμός των Συμμάχων. Η Μεγάλη Βρετανία είχε σφυρηλατήσει ένα σιδερένιο κλοιό γύρω από την ηπειρωτική Ευρώπη και κανένα εμπόρευμα δεν επιτρεπόταν να περάσει σε καμιά κατεχόμενη χώρα ούτως ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα εφοδιασμού των κατακτημένων χωρών του Άξονα... Η πολιτική αυτή, που είχε δοκιμασθεί και κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν απόλυτη και έπρεπε να διατηρηθεί με κάθε θυσία αφού θεωρούνταν αναγκαία για το νικηφόρο και σύντομο τέλος του πολέμου. Κάθε χαλάρωση του αποκλεισμού θα ευνοούσε τον εχθρό και έτσι ο πόλεμος θα παρατεινόταν. Μόνο η συμμαχική νίκη θα σήμαινε στην ουσία τροφή για την Ευρώπη.
Οι ανάγκες του πολέμου θα μπορούσαμε να πούμε ότι δικαιολογούσαν ένα τέτοιο μέτρο? όμως, στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα θιγόταν περισσότερο λόγω της θέσης της αλλά και επειδή ούτως ή άλλως ήταν αναγκασμένη να καλύπτει το διατροφικό έλλειμμά της με εισαγωγές από το εξωτερικό.
Με τον αποκλεισμό, κάθε αποστολή βοήθειας από άλλες χώρες γινόταν αυτομάτως αδύνατη. Όπως και να είχε η κατάσταση, πάντως, η Ελλάδα ήταν μια συμμαχική χώρα που ο ηρωισμός της και η σθεναρή αντίστασή της εναντίον του κατακτητή είχαν αποσπάσει τον παγκόσμιο θαυμασμό (και ιδιαίτερα τον βρετανικό) και είχε εμψυχώσει τον υπόλοιπο κόσμο να αντισταθεί στον Άξονα. Η χώρα αυτή τώρα είχε αφεθεί αβοήθητη στη μοίρα της.
Πολλοί Έλληνες είδαν τον αποκλεισμό ως πράξη απαξίας από πλευράς των Συμμάχων. Η άρση του, από την άλλη, θα έσωζε χιλιάδες ζωές. Ήδη από τον Μάιο του 1941 οι προβλέψεις για τον ερχόμενο χειμώνα είναι κάτι παραπάνω από ανησυχητικές. Ο Γερμανός πληρεξούσιος Άλτενμπουργκ ενημερώνει στις 7 Μαΐου τον υπουργό Εξωτερικών του Ράιχ και τη γερμανική διοίκηση ότι η πείνα θα εξαπλωνόταν εάν το κενό των τροφίμων δεν έκλεινε.
Στο Βερολίνο γίνονται συζητήσεις μεταξύ των αρμοδίων για το θέμα, αλλά η απάντηση είναι αρνητική, ενώ δίνεται η εντολή στον πληρεξούσιο να ξεχάσει κάθε απαίτηση από τη Γερμανία. Οποιαδήποτε προμήθεια από τη Ρωσία δεν είναι εφικτή, όπως επίσης και ο εφοδιασμός των ιταλικών ζωνών από τη γερμανική καθώς η τελευταία ήταν η πολυπληθέστερη. Τον Οκτώβριο μάλιστα ο Χίτλερ παραχωρεί την ευθύνη για τη διατροφή των Ελλήνων στους Ιταλούς οι οποίοι διά στόματος Μουσολίνι απαντούν ότι ο Χίτλερ «πήρε από τους Έλληνες ακόμη και τα κορδόνια των παπουτσιών τους και περιμένει τώρα από τους Ιταλούς να τους θρέψουν». Ο Άλτενμπουργκ, παρ’ όλα αυτά, έχοντας συναίσθηση της κατάστασης και προσπαθώντας να τη βελτιώσει ζητά 10.000 τόνους δημητριακών το καλοκαίρι, αλλά το γερμανικό Υπουργείο Γεωργίας αρνείται και πάλι. Μόνο όταν οι εκθέσεις του πληρεξουσίου έδειχναν καθαρά ότι η οικονομική κρίση και η επερχόμενη πείνα θα απειλούσαν τα γερμανικά στρατιωτικά συμφέροντα αναγκάστηκαν οι αρμόδιοι του Ράιχ να δώσουν κάποια προσοχή. Ο Γερμανός πληρεξούσιος παρουσιάζει μια ανάλυση του οικονομικού προβλήματος και ζητά εκτός των άλλων μείωση του κόστους κατοχής, για να αποτραπεί η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Στον επίλογό του τονίζει ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην απώλεια των προμηθειών λαδιού και μεταλλευμάτων που ήταν τόσο απαραίτητα για τη Γερμανία. Τον Σεπτέμβριο φθάνουν στην Ελλάδα 10.000 τόνοι δημητριακών. Όμως ξεκαθαρίζεται ότι άλλη βοήθεια δεν πρόκειται να αποσταλεί.
Την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου η πείνα, που είχε προβλεφθεί τον Μάιο, γίνεται τώρα πολύ έντονη. Τα αποθέματα δημητριακών έχουν εξαντληθεί. Οι Ιταλοί πιέζουν τους Βουλγάρους, που κατέχουν τις πιο παραγωγικές περιοχές, να στείλουν 100.000 τόνους δημητριακών αλλά αυτοί αρνούνται, ενώ και η πίεση από την πλευρά των Γερμανών αποτυγχάνει. Μετά την άρνηση αυτή, οι Ιταλοί στέλνουν 800 τόνους δημητριακών, ενώ οι Γερμανοί φορτίο 10.000 τόνων.
Δυστυχώς το πλοίο που εκτελούσε τη μεταφορά βυθίστηκε από τους Άγγλους έξω από τις ελληνικές ακτές και ο Γερμανός πληρεξούσιος ζητά άλλο φορτίο το οποίο δεν φθάνει ποτέ στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να λύσουν υπεύθυνα και μόνιμα το πρόβλημα της έλλειψης αγαθών μόλις το καλοκαίρι του 1942.