Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

κασιωτες πειρατες

Κασιώτες πειρατές 
 
Από τα νησιά, εκείνο που έδωσε το παράδειγμα της συστηματικής πειρατείας ήταν η Κάσος. Οι Κασιώτες ναυτικοί δεν τήρησαν ποτέ τα όρια της νόμιμης καταδρομής. Η συμπεριφορά τους αυτή ανάγκασε τον Δημήτριο Υψηλάντη, στις 5 Ιουνίου 1821, να τους απευθύνει έντονη επιστολή διότι «τολμούν να καταπατούν παντιέρας ξένων αυλών». Χαρακτηριστικό είναι ότι  το γαλλικό προξενείο της Κύπρου τον Οκτώβριο του 1822, ανέφερε ότι 12 Κασιώτικα καταδρομικά διέκοψαν σε τέτοια έκταση τη θαλάσσια επικοινωνία του νησιού, ώστε Τούρκοι επίσημοι να ζητούν να επιβιβάζονται σε γαλλικά πολεμικά. Ήταν δε τόσο σκληροί οι Κασιώτες πειρατές, που μερικοί είχαν καταγγελθεί από του ίδιους τους πρόκριτους του νησιού. Η τόλμη των Κασιωτών έφτασε μέχρι την εκτέλεση αμφιβίων επιχειρήσεων σε συνεργασία με άλλους ναυτικούς από την Κάρπαθο, την Ύδρα και Ψαρά. Έτσι πραγματοποιούσαν επιδρομές σε πολλούς παραθαλάσσιους οικισμούς των Δωδεκανήσων, της Ιωνίας και μέχρι τις ακτές της Συρίας. Από τις επιδρομές αυτές υπέφεραν πολλά οι Ελληνικοί πληθυσμοί, ιδίως των Δωδεκανήσων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να επαναστατήσουν διότι ήσαν κοντά σε μεγάλους τουρκικούς πληθυσμούς. Οι άτυχοι αυτοί νησιώτες, υποχρεώθηκαν εκτός της βαριάς τουρκικής φορολογίας να μισθοδοτούν και τα τουρκικά αποσπάσματα που οργανώθηκαν για την αντιμετώπιση των Κασιωτών. Η δυσχέρεια που αντιμετώπιζαν οι διώκτες των πειρατών, ήταν να τους πιάσουν επ΄ αυτοφώρω. Για το λόγο αυτό, προτιμούσαν να πιέζουν τους προκρίτους των νησιών από τους οποίους ζητούσαν αποζημιώσεις. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι την κατάληψη της Κάσου από τον Αιγυπτιακό στόλο στις 25 Μαΐου 1824, ένα περίπου μήνα πριν από την καταστροφή των Ψαρών (20 Ιουνίου 1824) όπου καταστράφηκαν ή συνελήφθησαν όλα τα Κασιώτικα πλοία. Ήταν δε τόσο μεγάλος ο φόβος για τις πειρατικές ικανότητες των Κασιωτών ώστε μετά την καταστροφή της Κάσου, ο τότε διοικητής της Γαλλικής Μοίρας Πλοίαρχος Ντρουά, έστειλε επειγόντως τη φρεγάτα «La Cybele» για να ερευνήσει τη Γραμβούσα, μήπως έχουν καταφύγει εκεί Κασιώτικα πλοία και δημιουργήσουν μια καινούργια πειρατική βάση, όπως και στη πραγματικότητα έγινε.

Ψαριανοί πειρατές
 
Οι Ψαριανοί ναυτικοί είχαν αποκτήσει μεγάλη πείρα σε πειρατικές ενέργειες από τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1770. Την οποία πειρατεία συνέχισαν να εξασκούν συστηματικά με την έκρηξη της Επαναστάσεως. Στις πηγές αναφέρεται ότι τον Ιούνιο του 1823, αυστριακό μπρίκι συνέλαβε στη Λέρο το μύστικο του Ανδρέα Σταματάρα μαζί με ένα άλλο ψαριανό μύστικο και μια κασιώτικη γολέτα και τα οδήγησε στη Σμύρνη. Εκεί τα πούλησε στις τουρκικές αρχές αντί 25.000 δίστηλων ταλλήρων για την κάλυψη των ζημιών της αυστριακής ναυτιλίας. Οι Τούρκοι οδήγησαν τους Έλληνες πειρατές, οδικός μέχρι τα Μουδανιά της Προποντίδας και εκεί τους επιβίβασαν σε πλοίο, με σκοπό να τους μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διαδρομή όμως λόγω των εναντίων ανέμων πουφυσούσαν εν όψει του Αγίου Στεφάνου, οι κρατούμενοι Έλληνες κατόρθωσαν να απαλλαγούν από τα δεσμά τους και να γίνουν κύριοι του σκάφους. Αμέσως φόρεσαν τα ρούχα του τουρκικού πληρώματος, κατόρθωσαν να εξαπατήσουν τις αρχές των Μπογαζίων (Στενών) και μετά από πολλές περιπέτειες να καταπλεύσουν σώοι στα Ψαρά.  
 
Μετά το ολοκαύτωμα της 10ης Ιουλίου 1824, οι διασωθέντες Ψαριανοί, φιλοξενήθηκαν για μερικούς μήνες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου. Στη συνέχεια ενισχυθέντες από τον πάμπλουτο στη Ρωσία συμπατριώτη τους Βαρβάκη, άρχισαν να ναυπηγούν μικρά πλοία. Επειδή δεν μπορούσαν να προσληφθούν σαν πληρώματα στα υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία, λόγω ανεργίας και μη δυνάμενοι να υπηρετήσουν σε άλλες θέσεις, διότι η προσωρινή κυβέρνηση δεν είχε τους απαραίτητους πόρους, επιδόθηκαν στη πειρατεία, λεηλατώντας ανεξέλεγκτα τις προσβάσεις του Θερμαϊκού και του Παγασητικού. Με τη πρόοδο του χρόνου ναυπήγησαν και μπρίκια. Με τα πλοία αυτά έκαναν επιδρομές στα παράλια της Συρίας και της Αιγύπτου, αποκομίζοντας μεγάλες λείες. Το κακό επιτεινόταν κατά τη χειμερινή περίοδο οπότε η τουρκική αρμάδα επανέπλεε στην Ελλήσποντο, οι δε ελληνικές μοίρες παροπλίζονταν στην Ύδρα και στις Σπέτσες. 30 Ψαριανά πλοία είχαν εγκαταστήσει την πειρατική βάση τους στη Τήνο και 15 άλλα δρούσαν μεμονωμένα. Πιεζόμενοι και διωκόμενοι για πειρατεία από τα ξένα πολεμικά, πέτυχαν περί το Μάιο του 1826, να αποκτήσουν από την ελληνική διοίκηση άδειες καταδρομής.
 
 Οι άδειες αυτές συνοδευόντουσαν από συγκεκριμένες διαταγές, που διέγραφαν καθαρά τον χώρο και τον τρόπο της δράσης τους, ώστε να τηρούνται οι κανόνες που ρύθμιζαν την ελεύθερη ναυσιπλοΐα και να μην παραβιάζεται το διεθνές δίκαιο. Όμως οι Ψαριανοί ναυτικοί εγκατέλειψαν την αποστολή και τα καθήκοντα τους (που περιορίζονταν αυστηρά στην καταδίωξη των τουρκικών εμπορικών πλοίων ή πλοίων φερόντων μεν ξένη σημαία, αλλά μεταφερόντων τρόφιμα και πολεμοφόδια προοριζόμενα για τον εφοδιασμό των πολιορκουμένων υπό των Ελλήνων φρουρίων της Ευρίπου και Καρύστου) και στράφηκαν σχεδόν αποκλειστικά σε πράξεις πειρατείας. Κανένα εμπορικό πλοίο, μικρό ή μεγάλο, ελληνικό ή ξένο, δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα μάτια των πειρατών, που είχαν εγκαταστήσει το ορμητήριο τους στους όρμους των νησιών των Βορείων Σποράδων. Έτσι, κάθε πλοίο που θα τολμούσε να πλεύσει στα πελάγη που προσδιορίζονται από το στόμιο του Παγασητικού, το Αρτεμίσιο ακρωτήριο και τη θαλάσσια περιοχή της Σκύρου ως τη Χαλκιδική και την Κασσάνδρα προς βορρά και προς νότο, τη νότια έξοδο του Ευβοϊκού κόλπου, αποτελούσε τη βέβαιη λεία πειρατών. Πολλές ήταν οι χωρίς αποτέλεσμα διαμαρτυρίες, ζημιωμένων εμπόρων και πλοιοκτητών προς την κυβέρνηση, για την καταπολέμηση της πειρατείας. Πολλοί δε Ψαριανοί πειρατές είχαν καταφύγει στην Άνδρο, μεταξύ των οποίων οι Σταμ. Μαρίνης, Νικ. Μπαρμπέρης, Μώρος και Βόγιος. Αρκετοί επίσης Ψαριανοί συνεργάζονταν με τους πειρατές της Γραμβούσας. 
 
Ακόμα, οι συχνότερες επιδρομές τους, αποσκοπούσαν στη λεηλασία των παράλιων οικισμών, την απαγωγή ποιμνίων, όπλων, πλοίων και τη σύλληψη σημαινόντων αιχμαλώτων, που θα μπορούσαν να ανταλλαγούν με λύτρα. Η συνήθης τιμή ανταλλαγής ενός αιχμαλώτου έφτανε τα 3.000 – 5.000 γρόσια, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που συλληφθέντες αντηλλάγησαν ακόμα και για 8.000 γρόσια. Ο κόλπος του Τσανταρλή και του Αδραμυτίου, η περιοχή της Φώκαιας και της Αίνου, η Μυτιλήνη, η Τένεδος, η Ίμβρος και τα Μοσχονήσια υπήρξαν τα παράλια που δεινοπάθησαν περισσότερο από τους Ψαριανούς.  Στις επιχειρήσεις των Ψαριανών υπέφερε και η ουδέτερη ναυτιλία
Δεριγνύ
και ιδιαίτερα η αυστριακή που μονοπωλούσε τότε το εμπόριο στα παράλια της Ιωνίας. Σε αυτές τις επιχειρήσεις διακρίθηκαν πειρατές όπως οι Στ. Κουνιάδης, Γεώργιος Μικές και Δημ. Καλημέρης και πολλοί άλλοι. Ο τελευταίος μάλιστα συνελήφθη από αυστριακό μπρίκι, μεταφέρθηκε στην Αυστρία και καταδικάστηκε για πειρατεία σε κάθειρξη 13 ετών. Το Μάιο του 1826, πέντε  ψαριανά πειρατικά συνέλαβαν βρετανικό εμπορικό και λαφυραγώγησαν τα μεταφερόμενα στην Πόλη πολύτιμα αργυρά σκεύη του εκεί Βρετανού πρέσβη Κάνιγκ, αδελφού του Βρετανού πρωθυπουργού. Το τόλμημα αυτό φόβισε και τους ίδιους τους πειρατές, οι οποίοι μετέφεραν τα λάφυρα αυτά στην Αίγινα και τα έθαψαν, όμως μετά από γενική κατακραυγή αναγκάσθηκαν να τα επιστρέψουν. 
 
Τα νησιά ήταν γεμάτα με κάθε είδος εμπορεύματα, η δε Σύρος έγινε το κέντρο και η επίσημη αγορά των πειρατών, όπου πουλιόνταν ακόμα και δούλοι. Όταν όμως οι πειρατείες των Ψαριανών έφτασαν στον απροχώρητο, ο Βρετανός πλοίαρχος Χάμιλτον, απηύθυνε στις 3 Μαΐου 1826, απειλητική διακοίνωση προς την επιτροπή των Ψαριανών στην Αίγινα, στην οποία ζητούσε την απαγόρευση των καταδρομών και την πώληση λειών και απειλούσε ομαδικά και την επιτροπή και την πόλη της Αίγινας. Κλήθηκε τότε στην Αίγινα ο Γάλλος μοίραρχος Δε Ριγνύ για να πατάξει τους πειρατές στην ίδια τη φωλιά τους. Ο Κανάρης, ο οποίος βρισκόταν στο νησί και προσπάθησε να επιβάλει την τάξη, προσεβλήθη από τον όχλο των πειρατών, αλλά η έγκαιρη εμφάνιση των γαλλικών φρεγατών «La Sirene» και «Galathee», οι οποίες αποβίβασαν αγήματα, τους διασκόρπισε. Ταυτόχρονα από τις γαλλικές φρεγάτες κάηκαν 14 πειρατικά πλοιάρια καθώς και όσα βρέθηκαν στα ναυπηγεία. Η ελληνική διοίκηση επιδοκίμασε την ενέργεια αυτή. Αμέσως μετά αποβιβάστηκε στη Αίγινα με εντολή της διοίκησης ο λόχος του φιλέλληνα Φαβιέρου και με τη συνδρομή των Ψαριανών προκρίτων, έκαψε τα υπόλοιπα πλοία και έδιωξε τους πειρατές.

Ολύμπιοι οπλαρχηγοί και πειρατεία
 
Το 1821, μετά την έναρξη της επαναστάσεως διάφοροι οπλαρχηγοί καταγόμενοι από Θεσσαλία, Μαγνησία, Κασσάνδρα, Δυτ. Μακεδονία και Όλυμπο, συγκεντρώθηκαν αρχικά στην περιοχή του Ολύμπου. Στη συνέχεια κήρυξαν την επανάσταση στην Κασσάνδρα, την οποία επεκτείνανε στη Δυτική Μακεδονία και τον Όλυμπο. Δυστυχώς όμως η επανάσταση βόρεια του Ολύμπου, δεν μπόρεσε να εδραιωθεί και τερματίστηκε το Μάιο του 1822. Έτσι οι οπλαρχηγοί αυτοί με τις ένοπλες ομάδες τους και τις οικογένειες τους αναγκάσθηκαν να μετακινηθούν στις Βόρειες Σποράδες, όπου εγκαταστάθηκαν και από εκεί άρχισαν διάφορες επιδρομές. Σε αυτούς τους οπλαρχηγούς περιλαμβάνονταν οι Γέρος Καρατάσος, Γάτσος, ο καπετάν Διαμαντής, ο Δουμπιώτης, ο Τσάμης Καρατάσος, ο Λάζος, ο Αποστολάρας, οι Ζορμπαίοι κ.α. 
 
Είναι φυσικό μια τέτοια συγκέντρωση αγωνιστών σε νησιά μικρά και σχετικά άγονα όπως οι Σποράδες, να δημιουργούσαν προστριβές με τον ντόπιο πληθυσμό που υποχρεώθηκε σε εισφορές, φορολογίες και αρπαγές. Οι Σκιαθίτες κράτησαν τους Ολύμπιους έξω από το κάστρο της πόλης τους και οι Σκοπελίτες βρίσκονταν με αυτούς σε μεγάλη εχθρότητα. Ήταν δε τέτοια, που οι Ολύμπιοι αρνήθηκαν να εκστρατεύσουν στους Ωρεούς, φοβούμενοι για την ασφάλεια των οικογενειών τους
(Σεπτέμβριος 1823). Ακόμη χειρότερα, όταν ο Καπουδάν Πασάς Χοσρέφ Τοπάλ, ζήτησε την υποταγή των νησιών αυτών, οι πρόκριτοι όχι μόνο δέχτηκαν αλλά κάλεσαν τον Τούρκο ναύαρχο να έλθει και να διώξει του Ολύμπιους. Πράγματι ο ναύαρχος επιχείρησε απόβαση στη Σκιάθο, η οποία όμως αποκρούσθηκε από 800 Ολύμπιους, με βαριές απώλειες για τους Τούρκους. Το αρχείο της Ύδρας είναι γεμάτο από επιστολές προκρίτων των Σποράδων οι οποίοι διαμαρτύρονται για τα βάσανα τους από την συμπεριφορά των Ολύμπιων εποίκων και ζητούν την επέμβαση της κεντρικής διοίκησης.
Άξια μνημόνευσης είναι και η επιδρομή εναντίον της Βυρητού.
 
 Ο εμίρης της Συρίας Μπεσίρης είχε ζητήσει στρατιωτική υποστήριξη από τους Έλληνες για να πολεμήσει τους Τούρκους. Η αίτηση είχε ευνοϊκή αποδοχή από τους Ολύμπιους. Έτσι δημιουργήθηκε εκστρατευτικό σώμα το οποίο σύντομα έφτασε στην Άνδρο. Η συμπεριφορά όμως των Ολύμπιων ήταν τέτοια απέναντι στους κατοίκους της Άνδρου, που η ανάμνηση της έχει φτάσει μέχρι τις μέρες μας με τη φράση «τον καιρό τον λιάπηδων». Τελικά το σώμα έφτασε στη Βυρητό στις 17 Μαρτίου 1826. Όμως οι άντρες που αποβιβάστηκαν ξεκίνησαν πλιάστικο με αποτέλεσμα τούρκικη δύναμη να τους αποκρούσει εύκολα. Αναγκάστηκαν έτσι να στρατοπεδεύσουν έξω από τη πόλη, ενώ σε λίγο τα πλοία εξαιτίας του καιρού, αναγκάσθηκαν να αποπλεύσουν. Αυτό φόβισε τους αποβιβασθέντες που βρέθηκαν μόνοι σε ξένο περιβάλλον και μετά από μερικές μέρες και αψιμαχίες επιβιβάστηκαν ξανά στα πλοία και επέστρεψαν. Όταν γύρισαν οι Ολύμπιοι εγκαταστάθηκαν όχι μόνο στη Σκιάθο και τη Σκόπελο αλλά και στη Σκύρο, όπου συνέχισαν τις ληστείες εναντίον του πληθυσμού. 
 
Για να πείσει η Διοίκηση τους Ολύμπιους να εγκαταλείψουν τις βάσεις τους και να αποβιβασθούν στις Θερμοπύλες, προκειμένου να προσβάλλουν τον εκεί τουρκικό στρατό, έστειλε το Σεπτέμβριο του 1827, τον υπουργό πολέμου Κωλέτη. Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, οι οπλαρχηγοί πείστηκαν, ωστόσο αντί ο στολίσκος τους να κατευθυνθεί στην Αταλάντη, έφτασε στη Θάσο όπου λεηλάτησαν τα πάντα. Οι Ολύμπιοι, συνέχισαν τις πειρατικές τους επιδρομές κατά των μακεδονικών και θρακικών παραλίων και των νησιών του Αιγαίου χωρίς να εξαιρούν τους ελληνικούς πληθυσμούς. Κατά τις επιδρομές τους αυτές, επέβαιναν είτε ιδιόκτητων πλοιαρίων είτε πλοιαρίων που επίτασσαν από τους ναυτικούς των Σποράδων.

Άλλοι πειρατές – χρηματικές απώλειες 
 
Με τη πειρατεία ασχολήθηκαν ακόμα οι Μανιάτες, οι Σφακιανοί και πολλοί άλλοι, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος επιβίωσης την εποχή εκείνη. Η κεντρική διοίκηση δεν είχε τη δύναμη να επιβάλει την τάξη και περιοριζόταν να εκδίδει εγκυκλίους. Κατά το 1826, οι  πειρατές είχαν εγκαταστήσει βάσεις στο στενό Άνδρου – Τήνου, στις Βόρειες Σποράδες, στην Αντίπαρο, στη Μύκονο και τη Γραμβούσα, ενώ είχαν κατορθώσει να επεκτείνουν τη δράση τους σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Ταυτόχρονα ο εντοπισμός τους από τα μεγάλα και δυσκίνητα σκάφη των ξένων δυνάμεων αποδεικνυόταν εξαιρετικά δύσκολος. Ο  Δε Ριγνύ ανέφερε τον Απρίλιο του 1826, ότι «είναι αδύνατον στο Αιγαίο να πλεύσει σκάφος έστω και 10 λεύγες χωρίς να προσβληθεί από πειρατές. Σε καμία άλλη θάλασσα δεν έχει εμφανισθεί τέτοια θρασεία πειρατεία της οποίας οι δράστες να μένουν ατιμώρητοι αλλά και προστατευόμενοι». Και πρόσθετε «ένας Υδραίος ληστεύει Ποριώτη, ποτέ όμως συμπατριώτη του και δεν παραλείπει να ανάψει καντήλι στην εικόνα της Παναγίας για την επιτυχία της επόμενης ληστείας του». Κατά την εκτίμηση του Δε Ριγνύ, η έκταση των ζημιών από την πειρατεία στην ουδέτερη ναυτιλία κατά την περίοδο 1821 – 1826, έφτανε για την Αυστρία στα 4 εκ. φράγκα, για τη Βρετανία τα 900 χιλιάδες φράγκα και για τη Γαλλία τα 300 χιλιάδες φράγκα. Οι χαμηλές ζημιές της γαλλικής ναυτιλίας οφείλονται κατά τον Δε Ριγνύ, στην παρουσία της γαλλικής ναυτικής μοίρας με έδρα τη Σμύρνη.
 
Πηγές
 
 
 
Διαβάστε επίσης:

0 σχόλια:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

εχεις αμαξι?

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails

ΔΕΣ ΕΔΩ ΣΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟ ΤΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΛΟΙΩΝ

καραιτινος ενας κασιωτης ηρωας

Η λίστα ιστολογίων μου



Ετικέτες

βοηθατε γιατι παμε για φουντο

Powered By Blogger